- εἰσελεύσεται
- εἰσέρχομαιgo infut ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εἱσελεύσεται — εἰσελεύσεται , εἰσέρχομαι go in fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вънити — (921), ВЪНИД|ОУ, ЕТЬ гл. 1. Войти: Въходѩште же въ цр҃квь… тако вънидѣмъ. (εἰσέλθωμεν) Изб 1076, 263; и се въниде икономъ ЖФП XII, 44г; въниде ѥдинъ въ кѥлию. (εἴσεισι) ЖФСт XII, 165 об.; и како въ мою полатѹ въниде. ЧудН XII, 67в; аристарха… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εξηγορία — ἐξηγορία, η (Α) [εξηγορώ] 1. κραυγή, εκφώνηση («εἰσελεύσεται προσώπῳ ἱλαρῷ σὺν ἐξηγορίᾳ», ΠΔ) 2. ομολογία, εξομολόγηση 3. υπόσχεση … Dictionary of Greek
νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… … Dictionary of Greek